- πωμαρίτης
- πωμαρ-ίτης [ῑ], ου, ὁ,A fruiterer, POxy.1917.75 (vi A.D.), BGU643 (v/vi A.D.), etc.: fem. [suff] πωμαρ-ίτισσα [ῑτ], ἡ, PKlein.Form.809 (vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πωμαρίτης — ὁ, θηλ. πωμαρίτισσα, Α οπωροπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πωμάριον «κήπος, περιβόλι» + κατάλ. ίτης (πρβλ. οπλ ίτης)] … Dictionary of Greek